κοιάζω

κοιάζω
κοιάζω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ενεχυράζω».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖον «ενέχυρο». Παραγωγό του είναι το κοιακτήρ, που εμφανίζει και παράλληλο τ. κοακτήρ. Η εναλλαγή -οι- / -ο- εμφανίζεται και στο συγγενές κοίης* / κόης, που μπορεί επίσης να θεωρηθεί παρ. τού κοῖον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοιάσω — κοιάζω covinnus aor subj act 1st sg κοιάζω covinnus fut ind act 1st sg κοιάζω covinnus aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιάζει — κοιάζω covinnus pres ind mp 2nd sg κοιάζω covinnus pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιᾶται — κοιάζω covinnus fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίασον — κοιάζω covinnus aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοίης — και Κόης, ὁ (Α) ὁ ιερέας τών μυστηρίων τής Σαμοθράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοιάζω] …   Dictionary of Greek

  • κοακτήρ — και κοιακτήρ, ῆρος, ὁ (Α) επιμελητής τών μυστηρίων στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”